σιροπάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιροπάκι | τα | σιροπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σιροπάκι | τα | σιροπάκια |
κλητική | σιροπάκι | σιροπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιροπάκι < σιρόπ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σιροπάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σιρόπι, λίγο σιρόπι
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σιρόπι
σιροπάκι
|