caramel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
caramel | caramels |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcaramel (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) σιροπιού που παράγεται από το βράσιμο ζάχαρης· χρησιμοποιείται στην ζαχαροπλαστική ή ακόμα για να δώσει χρώμα
- (γλυκό) η καραμέλα που παράγεται από το παραπάνω σιρόπι
- (αθλητισμός) βίαιο και θεαματικό σταμάτημα ενός παίκτη στο ράγκμπι
- όνομα που δίνουν οι παίκτες σκραμπλ στα κέρματα του παιχνιδιού