Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καραμελιασμένος η καραμελιασμένη το καραμελιασμένο
      γενική του καραμελιασμένου της καραμελιασμένης του καραμελιασμένου
    αιτιατική τον καραμελιασμένο την καραμελιασμένη το καραμελιασμένο
     κλητική καραμελιασμένε καραμελιασμένη καραμελιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καραμελιασμένοι οι καραμελιασμένες τα καραμελιασμένα
      γενική των καραμελιασμένων των καραμελιασμένων των καραμελιασμένων
    αιτιατική τους καραμελιασμένους τις καραμελιασμένες τα καραμελιασμένα
     κλητική καραμελιασμένοι καραμελιασμένες καραμελιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

καραμελιασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία