Δείτε επίσης: καραμελιάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καραμελώνω < καραμέλ(α) + -ώνω

καραμελώνω, αόρ.: καραμέλωσα, μτχ.π.π.: καραμελωμένος (χωρίς παθητική φωνή), προφορικό: παθητική φωνή: καραμελώνομαι)

  1. διασπώ τη ζάχαρη και τη μετατρέπω σε καραμέλα
  2. καλύπτω ή αναμιγνύω με καραμέλα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη καραμέλα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία