καραμελώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καραμελώνω < καραμέλ(α) + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίακαραμελώνω, αόρ.: καραμέλωσα, μτχ.π.π.: καραμελωμένος (χωρίς παθητική φωνή), προφορικό: παθητική φωνή: καραμελώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη καραμέλα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καραμελώνω | καραμέλωνα | θα καραμελώνω | να καραμελώνω | καραμελώνοντας | |
β' ενικ. | καραμελώνεις | καραμέλωνες | θα καραμελώνεις | να καραμελώνεις | καραμέλωνε | |
γ' ενικ. | καραμελώνει | καραμέλωνε | θα καραμελώνει | να καραμελώνει | ||
α' πληθ. | καραμελώνουμε | καραμελώναμε | θα καραμελώνουμε | να καραμελώνουμε | ||
β' πληθ. | καραμελώνετε | καραμελώνατε | θα καραμελώνετε | να καραμελώνετε | καραμελώνετε | |
γ' πληθ. | καραμελώνουν(ε) | καραμέλωναν καραμελώναν(ε) |
θα καραμελώνουν(ε) | να καραμελώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καραμέλωσα | θα καραμελώσω | να καραμελώσω | καραμελώσει | ||
β' ενικ. | καραμέλωσες | θα καραμελώσεις | να καραμελώσεις | καραμέλωσε | ||
γ' ενικ. | καραμέλωσε | θα καραμελώσει | να καραμελώσει | |||
α' πληθ. | καραμελώσαμε | θα καραμελώσουμε | να καραμελώσουμε | |||
β' πληθ. | καραμελώσατε | θα καραμελώσετε | να καραμελώσετε | καραμελώστε | ||
γ' πληθ. | καραμέλωσαν καραμελώσαν(ε) |
θα καραμελώσουν(ε) | να καραμελώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καραμελώσει | είχα καραμελώσει | θα έχω καραμελώσει | να έχω καραμελώσει | ||
β' ενικ. | έχεις καραμελώσει | είχες καραμελώσει | θα έχεις καραμελώσει | να έχεις καραμελώσει | ||
γ' ενικ. | έχει καραμελώσει | είχε καραμελώσει | θα έχει καραμελώσει | να έχει καραμελώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καραμελώσει | είχαμε καραμελώσει | θα έχουμε καραμελώσει | να έχουμε καραμελώσει | ||
β' πληθ. | έχετε καραμελώσει | είχατε καραμελώσει | θα έχετε καραμελώσει | να έχετε καραμελώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καραμελώσει | είχαν καραμελώσει | θα έχουν καραμελώσει | να έχουν καραμελώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καραμελώνω
Πηγές
επεξεργασία- καραμελώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)