καραμελώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαραμελώνομαι
- (προφορικό) παθητική φωνή του ρήματος καραμελώνω
- ⮡ η ζάχαρη καραμελώνεται (από το διαδίκτυο)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη καραμέλα
καραμελώνομαι
→ και δείτε τη λέξη καραμέλα