Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραμελόχρωμα τα καραμελοχρώματα
      γενική του καραμελοχρώματος των καραμελοχρωμάτων
    αιτιατική το καραμελόχρωμα τα καραμελοχρώματα
     κλητική καραμελόχρωμα καραμελοχρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραμελόχρωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραμελόχρωμα ουδέτερο

  1. (οικείο) γενική ονομασία για κάθε συνθετική ή φυσική ουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χρωματισμό τροφίμων και ιδιαίτερα των γλυκών
  2. (ειδικότερα) το προσθετικό τροφίμων E150

  Μεταφράσεις επεξεργασία