γλυκύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γλυκύς | η | γλυκιά | το | γλυκύ |
γενική | του | γλυκύ | της | γλυκιάς | του | γλυκύ |
αιτιατική | τον | γλυκύ | τη | γλυκιά | το | γλυκύ |
κλητική | γλυκύ | γλυκιά | γλυκύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γλυκείς | οι | γλυκιές | τα | γλυκά |
γενική | των | γλυκών | των | γλυκιών | των | γλυκών |
αιτιατική | τους | γλυκείς | τις | γλυκιές | τα | γλυκά |
κλητική | γλυκείς | γλυκιές | γλυκά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιά, ...) προφέρονται με συνίζηση. | ||||||
Κατηγορία όπως «γλυκύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλυκύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλυκύς.[1] Συγκρίνετε με το κληρονομημένο «γλυκός».
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣliˈcis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐κύς
Επίθετο
επεξεργασίαγλυκύς
- μορφή του γλυκός
- ⮡ (στην Κύπρο) Έναν βαρύ-γλυκύ! (παραγγελία για ελληνικό καφέ, δηλαδή πολύ καφέ και μπόλικη ζάχαρη)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γλυκός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γλυκύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γλυκῠ́ς | ἡ | γλυκεῖᾰ | τὸ | γλυκῠ́ |
γενική | τοῦ | γλυκέος | τῆς | γλυκείᾱς | τοῦ | γλυκέος |
δοτική | τῷ | (γλυκέϊ) γλυκεῖ | τῇ | γλυκείᾳ | τῷ | (γλυκέϊ) γλυκεῖ |
αιτιατική | τὸν | γλυκῠ́ν | τὴν | γλυκεῖᾰν | τὸ | γλυκῠ́ |
κλητική ὦ! | γλυκῠ́ | γλυκεῖᾰ | γλυκῠ́ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | (γλυκέες) γλυκεῖς | αἱ | γλυκεῖαι | τὰ | γλυκέᾰ |
γενική | τῶν | γλυκέων | τῶν | γλυκειῶν | τῶν | γλυκέων |
δοτική | τοῖς | γλυκέσῐ(ν) | ταῖς | γλυκείαις | τοῖς | γλυκέσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | γλυκεῖς | τὰς | γλυκείᾱς | τὰ | γλυκέᾰ |
κλητική ὦ! | (γλυκέες) γλυκεῖς | γλυκεῖαι | γλυκέᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γλυκέε (γλυκεῖ) | τὼ | γλυκείᾱ | τὼ | γλυκέε (γλυκεῖ) |
γεν-δοτ | τοῖν | γλυκέοιν | τοῖν | γλυκείαιν | τοῖν | γλυκέοιν |
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλυκύς < πιθανόν (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *δλυκ-ύς που το συνδέει με τη λατινική dulcis ( > γαλλική doux, ισπανική dulce). Ομόρριζη του γλεῦκος.[1]
Επίθετο
επεξεργασίαγλυκύς, -εῖα, -ύ
- γλυκός (στη γεύση)
- (μεταφορικά) γλυκός, ευχάριστος
- ⮡ γλυκύς ὕπνος
- (για πρόσωπο) γλυκός, αγαπητός
- ⮡ γλυκεῖα μήτηρ
- (για πρόσωπο, ειρωνικά) ανόητος, απλοϊκός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- γλυκύς ἀπείρων πόλεμος: για όποιον ρισκάρει επειδή δεν έχει επίγνωση του κινδύνου, επειδή είναι άμαθος, άπειρος
Συγγενικά
επεξεργασία
παράγωγα: |
σύνθετα όπως ενδεικτικά |
- Λέξεις γλυκ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «γλυκός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- γλυκύς - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- γλυκύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γλυκύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.