↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκύς η γλυκιά το γλυκύ
      γενική του γλυκύ της γλυκιάς του γλυκύ
    αιτιατική τον γλυκύ τη γλυκιά το γλυκύ
     κλητική γλυκύ γλυκιά γλυκύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκείς οι γλυκιές τα γλυκά
      γενική των γλυκών των γλυκιών των γλυκών
    αιτιατική τους γλυκείς τις γλυκιές τα γλυκά
     κλητική γλυκείς γλυκιές γλυκά
Οι τύποι με γιώτα (-ιά, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γλυκύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλυκύς.[1] Συγκρίνετε με το κληρονομημένο «γλυκός».

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣliˈcis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐κύς

  Επίθετο

επεξεργασία

γλυκύς

  • μορφή του γλυκός
    ⮡  (στην Κύπρο) Έναν βαρύ-γλυκύ! (παραγγελία για ελληνικό καφέ, δηλαδή πολύ καφέ και μπόλικη ζάχαρη)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γλυκός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γλυκῠ́ς γλυκεῖᾰ τὸ γλυκῠ́
      γενική τοῦ γλυκέος τῆς γλυκείᾱς τοῦ γλυκέος
      δοτική τῷ (γλυκέϊ) γλυκεῖ τῇ γλυκείᾳ τῷ (γλυκέϊ) γλυκεῖ
    αιτιατική τὸν γλυκῠ́ν τὴν γλυκεῖᾰν τὸ γλυκῠ́
     κλητική ! γλυκῠ́ γλυκεῖᾰ γλυκῠ́
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ (γλυκέες) γλυκεῖς αἱ γλυκεῖαι τὰ γλυκέ
      γενική τῶν γλυκέων τῶν γλυκειῶν τῶν γλυκέων
      δοτική τοῖς γλυκέσῐ(ν) ταῖς γλυκείαις τοῖς γλυκέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς γλυκεῖς τὰς γλυκείᾱς τὰ γλυκέ
     κλητική ! (γλυκέες) γλυκεῖς γλυκεῖαι γλυκέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γλυκέε (γλυκεῖ) τὼ γλυκείᾱ τὼ γλυκέε (γλυκεῖ)
      γεν-δοτ τοῖν γλυκέοιν τοῖν γλυκείαιν τοῖν γλυκέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth.
Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου).
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκύς < πιθανόν (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *δλυκ-ύς που το συνδέει με τη λατινική dulcis ( > γαλλική doux, ισπανική dulce). Ομόρριζη του γλεῦκος.[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

γλυκύς, -εῖα, -ύ

  1. γλυκός (στη γεύση)
  2. (μεταφορικά) γλυκός, ευχάριστος
    ⮡  γλυκύς ὕπνος
  3. (για πρόσωπο) γλυκός, αγαπητός
    ⮡  γλυκεῖα μήτηρ
  4. (για πρόσωπο, ειρωνικά) ανόητος, απλοϊκός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

παράγωγα:

σύνθετα

όπως ενδεικτικά

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «γλυκός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.