Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκαίνομαι < ( αρχαία ελληνική γλυκαίνομαι και ) παθητική φωνή του ρήματος γλυκαίνω στη νεοελληνική

γλυκαίνομαι

  1. γίνομαι ή με κάνουν γλυκό
  2. αισθάνομαι ευχάριστα γιατί τρώω ή πίνω κάτι γλυκό
  3. (μεταφορικά) αισθάνομαι ευχάριστα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία