γλυκασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυκασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλυκασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλυκασμός αρσενικό
- γλυκύτητα, χαρά, ευχαρίστηση
- ο γλυκασμός των αγγέλων, των θλιβομένων η χαρά, Χριστιανών η προστάτις, Παρθένε Μήτηρ Κυρίου (Παρακλητικός Κανόνας)
- (αγιογραφία) το χρώμα που αποτελείται από λίγο προπλασμό και περισσότερο σάρκωμα
- (για ύφος, έκφραση) υπερβολικός και ψεύτικος συναισθηματισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)