Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συναισθηματισμός οι συναισθηματισμοί
      γενική του συναισθηματισμού των συναισθηματισμών
    αιτιατική τον συναισθηματισμό τους συναισθηματισμούς
     κλητική συναισθηματισμέ συναισθηματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναισθηματισμός < συναίσθημα + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) sentimentalisme)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναισθηματισμός αρσενικό

  1. η αντιμετώπιση καταστάσεων με το θυμικό κι όχι ρεαλιστικά
  2. πληθυντικός συναισθηματισμοί: πράξεις που απορρέουν από τον συναισθηματισμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία