Δείτε επίσης: ἀπορρέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απορρέω < αρχαία ελληνική ἀπορρέω < ἀπό + ῥέω (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική découler. Πρόθημα απο-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈɾe.o/

απορρέω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία