απορρέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απορρέω < αρχαία ελληνική ἀπορρέω < ἀπό + ῥέω (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική découler. Πρόθημα απο-
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααπορρέω
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) προέρχομαι από κάπου, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απορρέω | απέρρεα | θα απορρέω | να απορρέω | απορρέοντας | |
β' ενικ. | απορρέεις | απέρρεες | θα απορρέεις | να απορρέεις | απορρέε | |
γ' ενικ. | απορρέει | απέρρεε | θα απορρέει | να απορρέει | ||
α' πληθ. | απορρέουμε | απορρέαμε | θα απορρέουμε | να απορρέουμε | ||
β' πληθ. | απορρέετε | απορρέατε | θα απορρέετε | να απορρέετε | απορρέετε | |
γ' πληθ. | απορρέουν(ε) | απέρρεαν απορρέαν(ε) |
θα απορρέουν(ε) | να απορρέουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέρευσα | θα απορεύσω | να απορεύσω | απορεύσει | ||
β' ενικ. | απέρευσες | θα απορεύσεις | να απορεύσεις | απορεύσε | ||
γ' ενικ. | απέρευσε | θα απορεύσει | να απορεύσει | |||
α' πληθ. | απορεύσαμε | θα απορεύσουμε | να απορεύσουμε | |||
β' πληθ. | απορεύσατε | θα απορεύσετε | να απορεύσετε | απορεύστε | ||
γ' πληθ. | απέρευσαν απορεύσαν(ε) |
θα απορεύσουν(ε) | να απορεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απορεύσει | είχα απορεύσει | θα έχω απορεύσει | να έχω απορεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις απορεύσει | είχες απορεύσει | θα έχεις απορεύσει | να έχεις απορεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει απορεύσει | είχε απορεύσει | θα έχει απορεύσει | να έχει απορεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απορεύσει | είχαμε απορεύσει | θα έχουμε απορεύσει | να έχουμε απορεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε απορεύσει | είχατε απορεύσει | θα έχετε απορεύσει | να έχετε απορεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απορεύσει | είχαν απορεύσει | θα έχουν απορεύσει | να έχουν απορεύσει |
|