Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπορρέω < ἀπό + ῥέω

ἀπορρέω επικός τύπος ἀπορείω

  1. αδειάζω, χύνω, αναβλύζω, εκρέω, εκκρίνομαι
    • ἐπεύχομαι δὲ καιρίας πληγῆς τυχεῖν, ὡς ἀσφάδαστος, αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων, ὄμμα συμβάλω τόδε. : Μόνου άμποτε μια και καλή πληγή να λάβω που να μπορέσω ασφάδιαστη και με χυμένο το γαίμα ευκολοθάνατη να ξεψυχήσω (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 1294, απόδοση Ν. Γρυπάρη, έκδοση 1911)
    • καρπού ἀπορρέει δὲ ἀπ᾽ αὐτοῦ παχὺ καὶ μέλαν, οὔνομα δὲ τῷ ἀπορρέοντι ἐστὶ ἄσχυ : βγαίνει από τον καρπό (ένα υγρό) παχύ και μαύρο και το όνομα αυτού του χυμού είναι "άσχυ"
  2. ρίχνω τα φύλλα μου, τους καρπούς μου (για δέντρα), ή τα φτερά για πτηνά καθώς και τρίχες μαλλιών ή γενικά τριχώματος
  3. (μεταφορικά) ξεχνιέμαι, χάνομαι, λησμονιέμαι, ξεθωριάζω, απομακρύνω, αποδιώχνω
    • τῶν καλῶν ἡ μνήμη ταχέως ἀπορρεῖ
    • κατακορὴς δὲ συνουσία καὶ οὐκ ἴσχουσα τὸν διὰ χρόνου πόθον ἀπορρεῖν ἀλλήλων ποιεῖ ὑπερβολαῖς πλησμονῆς. : όμως η χορταστική συνεύρεση που δεν αναστέλλει τον πόθο με την προσμονή, απομακρύνει τον έναν από τον άλλο εξαιτίας του μεγάλου κορεσμού (Πλάτων, Νόμοι, 776 α)

Συγγενικά

επεξεργασία