εκπηγάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκπηγάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπηγάζω | εκπήγαζα | θα εκπηγάζω | να εκπηγάζω | εκπηγάζοντας | |
β' ενικ. | εκπηγάζεις | εκπήγαζες | θα εκπηγάζεις | να εκπηγάζεις | εκπήγαζε | |
γ' ενικ. | εκπηγάζει | εκπήγαζε | θα εκπηγάζει | να εκπηγάζει | ||
α' πληθ. | εκπηγάζουμε | εκπηγάζαμε | θα εκπηγάζουμε | να εκπηγάζουμε | ||
β' πληθ. | εκπηγάζετε | εκπηγάζατε | θα εκπηγάζετε | να εκπηγάζετε | εκπηγάζετε | |
γ' πληθ. | εκπηγάζουν(ε) | εκπήγαζαν εκπηγάζαν(ε) |
θα εκπηγάζουν(ε) | να εκπηγάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπήγασα | θα εκπηγάσω | να εκπηγάσω | εκπηγάσει | ||
β' ενικ. | εκπήγασες | θα εκπηγάσεις | να εκπηγάσεις | εκπήγασε | ||
γ' ενικ. | εκπήγασε | θα εκπηγάσει | να εκπηγάσει | |||
α' πληθ. | εκπηγάσαμε | θα εκπηγάσουμε | να εκπηγάσουμε | |||
β' πληθ. | εκπηγάσατε | θα εκπηγάσετε | να εκπηγάσετε | εκπηγάστε | ||
γ' πληθ. | εκπήγασαν εκπηγάσαν(ε) |
θα εκπηγάσουν(ε) | να εκπηγάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκπηγάσει | είχα εκπηγάσει | θα έχω εκπηγάσει | να έχω εκπηγάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκπηγάσει | είχες εκπηγάσει | θα έχεις εκπηγάσει | να έχεις εκπηγάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκπηγάσει | είχε εκπηγάσει | θα έχει εκπηγάσει | να έχει εκπηγάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπηγάσει | είχαμε εκπηγάσει | θα έχουμε εκπηγάσει | να έχουμε εκπηγάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκπηγάσει | είχατε εκπηγάσει | θα έχετε εκπηγάσει | να έχετε εκπηγάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπηγάσει | είχαν εκπηγάσει | θα έχουν εκπηγάσει | να έχουν εκπηγάσει |
|