ολόγλυκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ολόγλυκος, ολόγλυκια, ολόγλυκο και κατάγλυκος (η γενική πληθ. δύσχρηστη στο θηλυκό)
- που είναι εξαιρετικά γλυκός, δεν έχει ίχνος πικρίλας ή πικρίας, συνήθως στη μορφή, για παιδιά ή ανθρώπους