Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκύθυμος < γλυκύς και θυμόςδιάθεση)

  Επίθετο

επεξεργασία

γλυκύθυμος, ος, ον

  • που ευχαριστεί το νου ή τις αισθήσεις (για τον έρωτα, για τον ύπνο)