Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίγλυκος η ημίγλυκη το ημίγλυκο
      γενική του ημίγλυκου της ημίγλυκης του ημίγλυκου
    αιτιατική τον ημίγλυκο την ημίγλυκη το ημίγλυκο
     κλητική ημίγλυκε ημίγλυκη ημίγλυκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίγλυκοι οι ημίγλυκες τα ημίγλυκα
      γενική των ημίγλυκων των ημίγλυκων των ημίγλυκων
    αιτιατική τους ημίγλυκους τις ημίγλυκες τα ημίγλυκα
     κλητική ημίγλυκοι ημίγλυκες ημίγλυκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημίγλυκος < ημι- + γλυκός

  Επίθετο επεξεργασία

ημίγλυκος, -η, -ο

  • κάπως γλυκός (για κρασί ή για γλύκισμα που περιέχει και λίγο αλάτι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία