γλυκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυκίζω < (ελληνιστική κοινή) γλυκίζω
Ρήμα
επεξεργασίαγλυκίζω
- έχω κάπως γλυκιά γεύση, σαν όμως και αυτή η λίγη γλύκα να είναι ανεπιθύμητη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γλυκίζω | γλύκιζα | θα γλυκίζω | να γλυκίζω | γλυκίζοντας | |
β' ενικ. | γλυκίζεις | γλύκιζες | θα γλυκίζεις | να γλυκίζεις | γλύκιζε | |
γ' ενικ. | γλυκίζει | γλύκιζε | θα γλυκίζει | να γλυκίζει | ||
α' πληθ. | γλυκίζουμε | γλυκίζαμε | θα γλυκίζουμε | να γλυκίζουμε | ||
β' πληθ. | γλυκίζετε | γλυκίζατε | θα γλυκίζετε | να γλυκίζετε | γλυκίζετε | |
γ' πληθ. | γλυκίζουν(ε) | γλύκιζαν γλυκίζαν(ε) |
θα γλυκίζουν(ε) | να γλυκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γλύκισα | θα γλυκίσω | να γλυκίσω | γλυκίσει | ||
β' ενικ. | γλύκισες | θα γλυκίσεις | να γλυκίσεις | γλύκισε | ||
γ' ενικ. | γλύκισε | θα γλυκίσει | να γλυκίσει | |||
α' πληθ. | γλυκίσαμε | θα γλυκίσουμε | να γλυκίσουμε | |||
β' πληθ. | γλυκίσατε | θα γλυκίσετε | να γλυκίσετε | γλυκίστε | ||
γ' πληθ. | γλύκισαν γλυκίσαν(ε) |
θα γλυκίσουν(ε) | να γλυκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γλυκίσει | είχα γλυκίσει | θα έχω γλυκίσει | να έχω γλυκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γλυκίσει | είχες γλυκίσει | θα έχεις γλυκίσει | να έχεις γλυκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γλυκίσει | είχε γλυκίσει | θα έχει γλυκίσει | να έχει γλυκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γλυκίσει | είχαμε γλυκίσει | θα έχουμε γλυκίσει | να έχουμε γλυκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γλυκίσει | είχατε γλυκίσει | θα έχετε γλυκίσει | να έχετε γλυκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γλυκίσει | είχαν γλυκίσει | θα έχουν γλυκίσει | να έχουν γλυκίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλυκίζω
|