Δείτε επίσης: Γλυκατζής
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλυκατζής οι γλυκατζήδες
      γενική του γλυκατζή των γλυκατζήδων
    αιτιατική τον γλυκατζή τους γλυκατζήδες
     κλητική γλυκατζή γλυκατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκατζής < γλυκό + -ατζής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλυκατζής αρσενικό (θηλυκό γλυκατζού)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία