γλυκαιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυκαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική glycémie < αρχαία ελληνική γλυκύς + αἷμα [1]. Μορφολογικά αναλύεται σε γλυκ(όζη) + -αιμία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣli.ceˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐και‐μί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλυκαιμία θηλυκό
- (φυσιολογία) το επίπεδο περιεκτικότητας της γλυκόζης (του σακχάρου) στο αίμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντιγλυκαιμικός
- γλυκαιμικός
- υπεργλυκαιμία
- υπεργλυκαιμικός
- υπογλυκαιμία
- υπογλυκαιμική
- υπογλυκαιμικός
- → δείτε τις λέξεις γλυκός και αίμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γλυκαιμία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γλυκαιμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας