υπογλυκαιμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπογλυκαιμικός < υπογλυκαιμία + ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypoglycémie < αρχαία ελληνική γλυκύς + αἷμα)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαυπογλυκαιμικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την υπογλυκαιμία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Επίθετο
επεξεργασίαυπογλυκαιμικός αρσενικό (θηλυκό: υπογλυκαιμική)
- ασθενής που πάσχει από υπογλυκαιμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίθετο
ουσιαστικό