Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pɔ.ɡli.se.mi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hypoglycémie hypoglycémies

hypoglycémie (fr) θηλυκό