glycémie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- glycémie < αρχαία ελληνική γλυκύς + αἷμα
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
glycémie (fr) θηλυκό
glycémie (fr) θηλυκό