γλυκούτσικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλυκούτσικος < γλυκ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣliˈku.t͡si.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐κού‐τσι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
γλυκούτσικος, -η/-ια, -ο
- που έχει μια απαλή γλυκύτητα
- (οικείο) ομορφούλης, χαριτωμένος
- ↪ Κοίτα τι γλυκούτσικο μωρό που έχουν οι γείτονες!
Παράγωγα επεξεργασία
- γλυκούτσικα (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γλυκός
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλυκούτσικος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γλυκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας