γλυκαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλυκαντικός < γλυκαίνω
Επίθετο επεξεργασία
γλυκαντικός, -ή, -ό
- που προστίθεται για να προσδώσει πιο γλυκιά γεύση
- η ασπαρτάμη είναι γλυκαντική ουσία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλυκαντικός