édulcorant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
édulcorant | édulcorants |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαédulcorant (fr) αρσενικό
- το γλυκαντικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη édulcorer
ενικός | πληθυντικός |
édulcorant | édulcorants |
édulcorant (fr) αρσενικό