άγλυκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγλυκος | η | άγλυκη | το | άγλυκο |
γενική | του | άγλυκου | της | άγλυκης | του | άγλυκου |
αιτιατική | τον | άγλυκο | την | άγλυκη | το | άγλυκο |
κλητική | άγλυκε | άγλυκη | άγλυκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγλυκοι | οι | άγλυκες | τα | άγλυκα |
γενική | των | άγλυκων | των | άγλυκων | των | άγλυκων |
αιτιατική | τους | άγλυκους | τις | άγλυκες | τα | άγλυκα |
κλητική | άγλυκοι | άγλυκες | άγλυκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.ɣli.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γλυ‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαάγλυκος, -η, -ο
- καθόλου γλυκός
- ⮡ Δεν έβαλα αρκετή ζάχαρη στο κέικ και μου βγήκε άγλυκο.
- ※ Έφαγαν κρέπες με μαρμελάδα άγριο μύρτιλλο και άγλυκη σαντιγί. Ο Χάρης χάζευε τη Μάγια να κόβει κομματάκια απ' την κρέπα της και να τα φέρνει σιγά σιγά στο στόμα. Ήταν χάρμα οφθαλμών. Ποτέ δε μιλούσε με γεμάτο στόμα. Δεν έριχνε ψίχουλα. Δεν έκανε τσαπατσουλιές.
- Λένα Διβάνη, Εργαζόμενο αγόρι, εκδόσεις: Καστανιώτη, Αθήνα 2000, ISBN 9789600350524, @google.gr/books
- ≋ ταυτόσημα: ανάγλυκος
- → δείτε και τις λέξεις αγλύκαντος και υπόγλυκος
- ≠ αντώνυμα: γλυκός
- (γενικότερα)
- άνοστος
- ⮡ άγλυκο ψωμί
- (μεταφορικά) ανούσιος, άτονος
- ⮡ άγλυκη ομιλία
- ※ Τώρα μονάχα κάτι άγλυκα χρώματα, κάτι ξεθωριασμένες αναλαμπές στα φύλλα των δέντρων. Αυτά όλα κι όλα. Και το τρισχειρότερο; Το πιο αδιανόητο, αυτό που στάλαζε στις καρδιές των μοναχών μια θλίψη διάρκειας;
- Κώστας Ακριβός, Πανδαιμόνιο, αρχική δημοσίευση: (2007), εκδόσεις: Μεταίχμιο, ISBN 9789604552702, @google.gr/books
- ※ Τώρα μονάχα κάτι άγλυκα χρώματα, κάτι ξεθωριασμένες αναλαμπές στα φύλλα των δέντρων. Αυτά όλα κι όλα. Και το τρισχειρότερο; Το πιο αδιανόητο, αυτό που στάλαζε στις καρδιές των μοναχών μια θλίψη διάρκειας;
- ⮡ άγλυκη ομιλία
- άνοστος
Άλλες γραφές
επεξεργασία- πολυτονικό, πριν την ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982: ἄγλυκος
Συγγενικά
επεξεργασία- αγλύκαντα (επίρρημα)
- αγλύκαντος
- αγλυκασιά
- αναγλυκαίνομαι
- ανάγλυκα (επίρρημα)
- ανάγλυκος
→ και δείτε τη λέξη γλυκός
Μεταφράσεις
επεξεργασία άγλυκος
|
Πηγές
επεξεργασία- άγλυκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άγλυκος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άγλυκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)