Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγλύκαντος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγλύκαντ
ος
η
αγλύκαντ
η
το
αγλύκαντ
ο
γενική
του
αγλύκαντ
ου
της
αγλύκαντ
ης
του
αγλύκαντ
ου
αιτιατική
τον
αγλύκαντ
ο
την
αγλύκαντ
η
το
αγλύκαντ
ο
κλητική
αγλύκαντ
ε
αγλύκαντ
η
αγλύκαντ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγλύκαντ
οι
οι
αγλύκαντ
ες
τα
αγλύκαντ
α
γενική
των
αγλύκαντ
ων
των
αγλύκαντ
ων
των
αγλύκαντ
ων
αιτιατική
τους
αγλύκαντ
ους
τις
αγλύκαντ
ες
τα
αγλύκαντ
α
κλητική
αγλύκαντ
οι
αγλύκαντ
ες
αγλύκαντ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγλύκαντος
<
α-
στερητικό +
γλυκαίνω
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αγλύκαντος, -η, -ο
που δεν έχει
γλυκαθεί
, δεν έχει γνωρίσει τη
γλύκα
, τη χαρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγλύκαντος