γλύκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλύκα | οι | γλύκες |
γενική | της | γλύκας | — | |
αιτιατική | τη | γλύκα | τις | γλύκες |
κλητική | γλύκα | γλύκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλύκα < μεσαιωνική ελληνική γλύκα < γλυκός (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλύκα θηλυκό
- το χαρακτηριστικό του γλυκού ή/και απολαυστικού σε τρόφιμο, άνθρωπο, κατάσταση, συμπεριφορά κ.ά
- η γλύκα του δεν περιγράφεται, πιο όμορφο παιδί δεν είχα ξαναδεί
- ήρθε στο σπίτι και μου έκανε γλύκες -ήμουν σίγουρη ότι κάτι ήθελε να ζητήσει
- ήταν γλύκα ο ύπνος, τον χρειαζόμουνα
- σκέτη γλύκα το φαγητό σου γυναίκα σήμερα, γεια στα χέρια σου
- βλέπε: ο γλύκας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γλυκός