Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλύκας οι γλύκες
      γενική του γλύκα
    αιτιατική τον γλύκα τους γλύκες
     κλητική γλύκα γλύκες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλύκας αρσενικό

  1. ο πολυαγαπημένος
  2. ο χαριτωμένος
    Μα τι ωραίος μπέμπης είν' αυτός! Δεν είναι γλύκας;

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

της γλύκας θηλυκό