γλύκας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλύκας | οι | γλύκες |
γενική | του | γλύκα | — | |
αιτιατική | τον | γλύκα | τους | γλύκες |
κλητική | γλύκα | γλύκες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλύκας αρσενικό
- ο πολυαγαπημένος
- ο χαριτωμένος
- ⮡ Μα τι ωραίος μπέμπης είν' αυτός! Δεν είναι γλύκας;
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γλυκός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίατης γλύκας θηλυκό