Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

goût < goust < λατινικό gustus (la)

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

goût (fr) αρσενικό

  • η γεύση
    il a bon goût έχει καλή γεύση

Συγγενικά επεξεργασία