ενικός         πληθυντικός  
goûteur goûteurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

goûteur (fr) αρσενικό

  • δοκιμαστής φαγητών για αξιολόγηση γεύσης ή για να εξακριβώσει αν έχουν δηλητήριο