ενικός         πληθυντικός  
douceur douceurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

douceur (fr) θηλυκό

  1. (γαστρονομία) η γλυκύτητα ενός εδέσματος, η γλύκα
  2. (μεταφορικά) η γλυκύτητα του χαρακτήρα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη doux