douceur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
douceur | douceurs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdouceur (fr) θηλυκό
- (γαστρονομία) η γλυκύτητα ενός εδέσματος, η γλύκα
- (μεταφορικά) η γλυκύτητα του χαρακτήρα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη doux
ενικός | πληθυντικός |
douceur | douceurs |
douceur (fr) θηλυκό