↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλυκάνισο τα γλυκάνισα
      γενική του γλυκάνισου των γλυκάνισων
    αιτιατική το γλυκάνισο τα γλυκάνισα
     κλητική γλυκάνισο γλυκάνισα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Pimpinella anisum

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γλυκάνισο < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή γλυκάνισον < αρχαία ελληνική γλυκύς + ἄνισον[1] / ἄννισον / ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον[2] < προελληνική [3] ή < αρχαία αιγυπτιακή jnst[4]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣliˈka.ni.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐κά‐νι‐σο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γλυκάνισο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • γλυκάνισοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. γλυκάνισο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. < αραβική يانسون (yansun): γλυκάνισο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. ἄννησον - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  4. iK1
    n
    stHn
    Z2