γλυκάνισος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλυκάνισος < μεσαιωνική ελληνική γλυκάνισος[1] / γλυκάνισον[1] < ελληνιστική κοινή γλυκάνισον < αρχαία ελληνική γλυκύς + ἄνισον[2] / ἄννισον/ ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον[3] < προελληνική [4] ή < αρχαία αιγυπτιακή jnst[5]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣliˈka.ni.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐κά‐νι‐σος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλυκάνισος ουδέτερο
- (φυτό, γαστρονομία) άλλη μορφή του γλυκάνισο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γλυκάνισος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 γλυκάνισον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ γλυκάνισο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ < αραβική يانسون (yansun): γλυκάνισος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ἄννησον - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑