Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

anason < ελληνιστική κοινή ἄνισον, ἄννησον λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɑ.nɑˈsɔn/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

anason (tr)

Κλίση επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία