ενικός         πληθυντικός  
anice anici

  Ετυμολογία

επεξεργασία
anice < λατινική anisum < αρχαία ελληνική ἄνισον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.ni.t͡ʃe/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

anice (it) αρσενικό

  1. (μπαχαρικό) γλυκάνισος
  2. (ποτό) λικέρ που φτιάχνεται από γλυκάνισο