doucereux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doucereux | doucereux |
θηλυκό | doucereuse | doucereuses |
Επίθετο
επεξεργασίαdoucereux (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη doux
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | doucereux | doucereux |
θηλυκό | doucereuse | doucereuses |
doucereux (fr)