Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασίγαστος η ασίγαστη το ασίγαστο
      γενική του ασίγαστου της ασίγαστης του ασίγαστου
    αιτιατική τον ασίγαστο την ασίγαστη το ασίγαστο
     κλητική ασίγαστε ασίγαστη ασίγαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασίγαστοι οι ασίγαστες τα ασίγαστα
      γενική των ασίγαστων των ασίγαστων των ασίγαστων
    αιτιατική τους ασίγαστους τις ασίγαστες τα ασίγαστα
     κλητική ασίγαστοι ασίγαστες ασίγαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασίγαστος < α- στερητικό + σιγώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ασίγαστος, -η, -ο

  • που δεν μπορεί να σιγήσει, να καταπραϋνθεί, άσβεστος
    ασίγαστος πόθος, ασίγαστο μίσος

  Μεταφράσεις επεξεργασία