κατασιγαστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατασιγαστήρας < κατασιγάζω + -τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατασιγαστήρας αρσενικό
- άλλη μορφή του σιγαστήρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατασιγαστήρας
|