Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασιγάζω < αρχαία ελληνική κατασιγάζω < κατά + σιγάζω < σιγή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική faire taire[1] [2])

κατασιγάζω (παθητική φωνή: κατασιγάζομαι)

  1. (λόγιο) (μεταβατικό) ελαττώνω την ένταση από ένα (συν)αίσθημα
  2. (λόγιο) (αμετάβατο) γίνομαι ηπιότερος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. κατασιγάζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. κατασιγάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας