Δείτε επίσης: ἠπιώτερος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηπιότερος η ηπιότερη το ηπιότερο
      γενική του ηπιότερου της ηπιότερης του ηπιότερου
    αιτιατική τον ηπιότερο την ηπιότερη το ηπιότερο
     κλητική ηπιότερε ηπιότερη ηπιότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηπιότεροι οι ηπιότερες τα ηπιότερα
      γενική των ηπιότερων των ηπιότερων των ηπιότερων
    αιτιατική τους ηπιότερους τις ηπιότερες τα ηπιότερα
     κλητική ηπιότεροι ηπιότερες ηπιότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηπιότερος < ηπι-ότερος, συγκριτικός βαθμός του ήπιος. Δείτε και το αρχαίο ἠπιώτερος

  Επίθετο επεξεργασία

ηπιότερος, -η, -ο

  1. που είναι πιο ήπιος, πιο μαλακός, πιο απαλός, λιγότερο έντονος
    Μου φαίνεται ότι τώρα ο πόνος είναι ηπιότερος
    Θα ήθελα ένα ηπιότερο φάρμακο γιατρέ, γιατί άκουσα ότι αυτό είναι πολύ ισχυρό
  2. λιγότερο σκληρός
    Ο πατέρας του είναι ηπιότερος από τη μάνα. Εκείνη είναι κέρβερος

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία