Δείτε επίσης: ἠπιώτερα, ἠπιωτέρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηπιότερα < συγκριτικός βαθμός του ήπια

  Επίρρημα επεξεργασία

ηπιότερα

  • με πιο ήπιο, πιο πράο τρόπο, πιο μαλακά
    Μα κι εσύ βρε παιδί μου στις μέρες μας δεν λες έτσι απότομα στον άντρα σου "ήρθε η ΔΕΗ". Πρέπει να του το φέρνεις ηπιότερα, με τρόπο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ηπιότερα