μαλακά < μαλακ(ός) + -ά
μαλακά
μαλακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
μαλακά [μᾰλᾰκᾰ] με βραχεία κατάληξη
μαλακά [μᾰλᾰκᾱ] με μακρά κατάληξη