Δείτε επίσης: σίγα, σιγά

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σῖγα < σιγή

  Επίρρημα επεξεργασία

σῖγα

  1. σιωπηλά, ήσυχα
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1236
    πάρεσμεν· ἀλλὰ σῖγ᾽ ἔχουσα πρόσμενε.
    Ήρθα και να ᾽μαι· όμως σώπαινε τώρα και περίμενε.
    Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 813
    τί σῖγ᾽ ἀφέρπεις;
  2. ψιθυριστά, κρυφά
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 700
    τοιάδʼ ἐρεμνὴ σῖγʼ ἐπέρχεται φάτις.
    Τέτοια σκοτεινή φήμη κρυφά απλώνεται [στην πόλη].
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

  Πηγές επεξεργασία