Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σίγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σιγώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σιγώ
     συνώνυμα: σίγα! (παρωχημένο)