wolno
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαwolno (pl)
- αργά, σιγά
- επιτρέπεται (επιρρηματικά) με τις έννοιες:
- δίνεται ή υπάρχει η άδεια ή η δυνατότητα, δεν απαγορεύεται
- ⮡ tutaj wolno palić - εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα
- ζητείται η άδεια
- δίνεται ή υπάρχει η άδεια ή η δυνατότητα, δεν απαγορεύεται