Επίρρημα

επεξεργασία

wolno (pl)

  1. αργά, σιγά
  2. επιτρέπεται (επιρρηματικά) με τις έννοιες:
    1. δίνεται ή υπάρχει η άδεια ή η δυνατότητα, δεν απαγορεύεται
        tutaj wolno palić - εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα
    2. ζητείται η άδεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία