wolny
Πολωνικά (pl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
wolny (pl) , συγκριτικός : wolniejszy, υπερθετικός : najwolniejszy
wolny (pl) , συγκριτικός : wolniejszy, υπερθετικός : najwolniejszy