można
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- można < móc
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmożna (pl) (απρόσωπο) (άκλιτο)
- επιτρέπεται (να), μπορείς (να)
- jak często można oddawać krew? - πόσο συχνά επιτρέπεται να δόσεις αίμα;
można (pl) (απρόσωπο) (άκλιτο)