Ετυμολογία

επεξεργασία
można < móc

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmɔʒna/
 

można (pl) (απρόσωπο) (άκλιτο)

  1. επιτρέπεται (να), μπορείς (να)
    jak często można oddawać krew? - πόσο συχνά επιτρέπεται να δόσεις αίμα;

Συνώνυμα

επεξεργασία