móc
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαmóc < πρωτοσλαβική *moťi από προηγούμενα *mogti, *mogťi
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmóc (pl)
- μπορώ
- przepraszam, ale nie może pan tu wejść bo to zabronione - συγνώμη, αλλά δεν μπορείτε να μπείτε εδώ γιατί απαγορεύεται