Ετυμολογία

επεξεργασία

może (pl) < γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος móc (pl)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmɔʒɛ/
 
ομόηχο: morze

może (pl)

  • μπορεί, ίσως ('δίνει στη πρόταση υποθετικό ή δυνητικό χαρακτήρα)
    ⮡ może jutro wpadnę na herbatę - μπορεί να (ή ίσως ή ίσως να) περάσω αύριο για τσάι
    ⮡  zaczekajmy może jeszcze piętnaście minut - μπορούμε να περιμένουμε (ίσως να περιμέναμε) ακόμα δεκαπέντε λεπτά

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

może (pl)

  • γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος móc (pl)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • być może: μπορεί, είναι δυνατόν, πιθανά