Ετυμολογία

επεξεργασία

może (pl) < γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος móc (pl)

może (pl)

  • μπορεί, ίσως ('δίνει στη πρόταση υποθετικό ή δυνητικό χαρακτήρα)
     może jutro wpadnę na herbatę - μπορεί να (ή ίσως ή ίσως να) περάσω αύριο για τσάι
      zaczekajmy może jeszcze piętnaście minut - μπορούμε να περιμένουμε (ίσως να περιμέναμε) ακόμα δεκαπέντε λεπτά

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

może (pl)

  • γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος móc (pl)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • być może: μπορεί, είναι δυνατόν, πιθανά